- τζιτζιφιά
- ητο δέντρο «ζίζυφος».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ελαίαγνος — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των δικοτυλήδονων ελαιαγνιδών. Λέγεται και μοσχοϊτιά. Οι νεαροί βλαστοί του έχουν ασημόγκριζο χρώμα, ενώ ο κορμός και οι βραχίονες καστανό. Το ύψος της κόμης φτάνει τα 4 8 μ. Έχει επιμήκη φύλλα, που είναι… … Dictionary of Greek
τζιντζυφιά — η, Ν βοτ. βλ. τζιτζιφιά … Dictionary of Greek
τζιτζυφιά — η, Ν βοτ. βλ. τζιτζιφιά … Dictionary of Greek
χρυσοελαία — ἡ, Μ το δέντρο τζιτζιφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐλαία] … Dictionary of Greek